- ὑπτίῳ
- ὕπτιοςlaid on one's backmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπτιώ — (I) άω, Α [ὕπτιος] (ποιητ. τ.) υπτιάζω. (II) όω, ΜΑ [ὕπτιος] μσν. μτφ. επαίρομαι, κομπάζω αρχ. 1. (μτβ.) υπτιάζω 2. (για τόπο) έχω ομαλή κλίση 3. παθ. ὑπτιοῡμαι, όομαι α) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ὑπτιοῡτο σκάφη νεῶν», Αισχύλ.) β) μτφ.… … Dictionary of Greek